- λουτῆρες
- λουτήρwashingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
мыти — МЫ|ТИ (16), Ю, ѤТЬ гл. Мыть; стирать: да мъють же вси иже въ манастыри мниси же и мирьстии без да˫ани˫а. ничьсо же баньнаго дающе. УСт XII/XIII, 225 об.; ѥвлогии же говѣ˫аше ѥмѹ акы ѡц҃ю. любѧ ѥго всѧцьскы. мъ˫а и пита˫а и носѧ своима рѹкама. ПрЛ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
ροκάιγ — (rocaille). Ονομασία η οποία δίνεται στη Γαλλία σε έργα αγροτικού ρυθμού, κυρίως λουτήρες, συντριβάνια και τεχνητούς βράχους με κούφωμα στο εσωτερικό. Η λέξη προέρχεται από την επίσης γαλλική λέξη roc, που σημαίνει βράχος. Το υλικό των ρ.… … Dictionary of Greek
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
χύτρος — και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α 1. πήλινο σκεύος, χύτρα 2. στον πληθ. οἱ χύτροι α) μεγάλες οπές στον βυθό τής λίμνης Κωπαΐδας β) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών τού Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλών γ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την… … Dictionary of Greek